- κέστρειον
- κέστρειον, τό, perh.A storehouse for
κέστροι 11
, arsenal, IG11(2).165.38, 199 A 77 (Delos, iii B.C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέστροι 11
, arsenal, IG11(2).165.38, 199 A 77 (Delos, iii B.C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κέστρειον — κέστρειον, τὸ (Α) [κέστρος] επιγρ. πιθ. 1. εργαστήριο κατασκευής κέστρων 2. οπλοστάσιο … Dictionary of Greek